ἐπιθυμητικῶς

ἐπιθυμητικῶς
ἐπιθῡμητικῶς , ἐπιθυμητικός
desiring
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιθυμητικός — ή, ό (AM ἐπιθυμητικός, ή, όν) [επιθυμηση] το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθυμητικόν το μέρος τής ψυχής όπου έχουν την έδρα τους οι επιθυμίες μσν. 1. ποθητός 2. ωραίος, ευχάριστος 3. (για ρούχα) τα καλά, τα γιορτινά 4. πρόθυμος αρχ. αυτός που επιθυμεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”